-
1 ходить
ходитьнесов1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω:не уметь \ходить δέν μπορώ νά περπατήσω· начать \ходить ἀρχίζω νά περπατώ· \ходить большими шагами βαδίζω μέ μεγάλα βήματα· \ходить взад и вперед πηγαινοέρχομαι· \ходить на лыжах κάνω σκί· \ходить в разведку πηγαίνω σέ ἀνίχνευση· \ходить на четвереньках ἀρκουδίζω, βαδίζω μέ τά τέσσαρα·2. (в чем-л.) φορώ:\ходить в шубе φορώ γούνα· \ходить босиком βαδίζω ξυπόλυτος· \ходить.в очках φορώ ματογιάλια· \ходить в шляпе φορώ καπέλλο· 3, (посещать) πηγαίνω, συχνάζω:\ходить в школу πηγαίνω (или φοιτώ) στό σχολείο· \ходить в театр πηγαίνω στό θέατρο· \ходить по музеям συχνάζω στά μουσεία· \ходить по врачам γυρίζω στους γιατρούς· \ходить в гости πηγαίνω σέ ἐπίσκεψη, ἐπισκέπτομαι· \ходить на лекции πηγαίνω στίς παραδόσεις·4. (о поездах, пароходах и т. п.) πηγαίνω, κυκλοφορώ·6. (о часах) πηγαίνω:часы ходят верно то ро-λογι πηγαίνει καλά· мой часы не ходят τό ρολόγι μου σταμάτησε· в. (в игре) κινώ/ карт. ρίχνω:\ходить пешкой κινώ τό πιόνι· \ходить с козыря ρίχνω ἀτού· вам \ходить εἶναι ἡ σειρά σας (στό παιγνίδι)·7. (заботиться, ухаживать) разг περιποιούμαι, ἐπιμελοῦμαι:\ходить за больным περιποιούμαι τόν ἀσθενή, κυττάζω τόν ἄρρωστο· \ходить за ребенком περιποιοῦμαι τό μωρό· \ходить за лошадью περιποιοῦμαι τό ϋλογο·8. (о деньгах) κυκλοφορώ· ◊ \ходить на медведя πηγαίνω στό κυνήγι ἀρκούδα· ходят слу́-хи... διαδίδεται..., κυκλοφορεί ἡ φήμη (ότι)...· \ходить гоголем разг κορδώνομαι, περ(ι)πατῶ κορδωμένος· \ходить вокру́г да около στριφογυρίζω, κλωθογυρίζω· \ходить по́ миру (просить милостыню) ζητιανεύω, ψωμοζητώ, ἐπαιτώ· \ходить по рукам κυκλοφορώ ἀπό χέρι σέ χέρι· \ходить на задних лапках перед кем-л. στέκομαι σούζα μπροστά σέ κάποιον. -
2 ухаживать
ρ.δ. (με οργν.).1. περιποιούμαι, φροντίζω, επιμελούμαι• κοιτάζω•ухаживать за больным περιποιούμαι τον άρρωστο•
ухаживать за цветеми περιποιούμαι τα λουλούδια•
ухаживать за кожей лица περιποιούμαι την επιδερμίδα του προσώπου.
|| είμαι περιποιητικός στις γυναίκες. || φέρνομαι φιλόφρονα, εξυπηρετώ.2. καλοπιάνω, καλοπαίρνω (για να πετύχω κάτι), -
3 ухаживать
ухажива||тьнесов1. (заботиться, присматривать) περιποιοῦ-μαι, φροντίζω:\ухаживатьть за гостем περιποιοῦ-μαι τόν μουσαφίρη· \ухаживатьть за больным νοσηλεύω, περιποιοῦμαι τόν ἄρρωστο· \ухаживатьть за цвета́ми περιποιοῦμαι τά ἄνθη· \ухаживатьть за лошадью περιποιοῦμαι τό ἄλογο·2. (за женщиной) κορτάρω, κάνω κόρτε. -
4 ходить
хожу, ходишьρ.δ.1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω, βαίνω•только что он начал -после тифа μόλις άρχισε αυτός να βαδίζει μετά τον τύφο.
2. βλ. идти (1 σημ.), με τη διαφορά ότι•ходить σημαίνει επαναληπτική κίνηση, προς διάφορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο•
ходить с угла в угол βαδίζω από γωνία σε γωνία•
ходить на цыпочках βαδίζω στις μύτες των ποδιών•
ходить в ногу συμβαδίζω, πηγαίνω βήμα (βηματισμό)•
ходить на вслах, πηγαί-με τα κουπιά, κωπηλατώ.
|| κινούμαι•месяц -ит по небу το φεγγάρι κινείται στον ουρανό.
|| μεταδίδομαι, εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•дым -ит по всей комнате ο καπνός ξαπλώνεται σ όλο το δωμάτιο.
3. μεταβαίνω, πηγαίνω (με σημ. επανάληψης της ενέργειας, προς διάφορες κατευθύνσεις κ. διάφορο χρόνο)•ходить по магазинам πηγαίνω στα μαγαζιά•
ходить на охоту πηγαίνω στο κυνήγι•
ходить в школу πηγαίνω στο σχολείο•
ходить в гости πηγαίνω φιλοξενούμενος•
ходить гулять πηγαίνω περίπατο.
|| εκστρατεύω• πορεύομαι• επιτίθεμαι.4. κινούμαι γρήγορα.5. μεταδίδομαι από χέρι σε χέρι. || διαδίδομαι•вести -ят в народе τα νέα διαδίδονται (κυκλοφορούν) στο λαό.
6. κινούμαι πίσω-μπρος, παλινδρομώ•-ит пила το πριόνι πηγαίνει πίσω-μπρός ή μπρος• πίσω•
поршни -ят вверх и вниз τα έμβολα πηγαίνουν άνω-κάτω (ανεβοκαταβαίνουν).
7. ταλαντεύομαι, δονούμαι, κουνιέμαι•мост -ит из стороны в сторону η γέφυρα κουνιέται (πηγαίνει πέρα-δώθε).
8. βλ. идти (10 σημ.)•9. (διαλκ.) φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).10. τ ιμώμαι•квартира -ит двадцать рублей το διαμέρισμα αυτό νοικιάζεται είκοσι ρούβλια.
|| κυκλοφορώ• περιφέρομαι ή είμαι σε χρήση, σε συναλλαγή.11. περιποιούμαι, φροντίζω•ходить за больным περιποιούμαι τον άρρωστο•
ходить за цветами περιποιούμαι τα λουλούδια.
12. έχω το βαθμό, υπηρετώ με το βαθμό ή το αξίωμα.13. φορώ, φέρω•ходить в очках φορώ γυαλιά•
ходить в лэлтях φορώ πα-λιοτσάρουχα.
14. (γι,α κατάσταση)• βαδίζω, πηγαίνω•ходить как в тумане βαδίζω σαν σε ομίχλη (είμαι σκοτουριασμένος)•
ходить повеся нос πηγαίνω με κρεμασμένο το κεφάλι (ταπεινωμένος)•
ходить угрюмным βαδίζω σκυθρωπός•
ходить голодным γυρίζω (περιφέρομαι) νηστικός.
15. βλ. идти (19 σημ.).16. αφοδεύω, αποπατώ ή ουρώ.εκφρ.ходить в золоте – ντύνομαι (βγαίνω) ντυμένος στα χρυσά (πολυτελέστατα)•ходить по делам – παλ. • είμαι επιτετραμμένος ή ενταλμένος•не ходить за словом в карман – παλ. • βλ. έκφραση στη λ. лезть•(все) под Богом -им – παλ. • άλλοι καθορίζουν την τύχη μας• όλα είναι δυνατόν να συμβούν. -
5 внимание
внимание с 1) η. προσοχή принять во \внимание παίρνω υπόψη* обратить \внимание στρέφω τηνπροσοχή, προσέχω 2) (забота) η φροντίδα, η μέριμνα окружить \вниманием кого-л. περιποιούμαι κάποιον \вниманиеΙ προσοχή!* * *с1) η προσοχήприня́ть во внима́ние — παίρνω υπόψη
обрати́ть внима́ние — στρέφω την προσοχή, προσέχω
2) ( забота) η φροντίδα, η μέριμναокружи́ть внима́нием кого́-л. — περιποιούμαι κάποιον
внима́ние! — προσοχή!
-
6 заботиться
заботиться 1) φροντίζω (για), νοιάζομαι ни о чём не \заботитьсяьтесь μη σας νοιάζει τίποτα 2) (ухаживать ) περιποιούμαι* * *1) φροντίζω (για), νοιάζομαιни о чём не забо́тьтесь — μη σας νοιάζει τίποτα
2) ( ухаживать) περιποιούμαι -
7 обслуживать
-
8 окружать
окружать см. окружить· \окружать вниманием περιποιούμαι, φροντίζω* * *см. окружитьокружа́ть внима́нием — περιποιούμαι, φροντίζω
-
9 ухаживать
ухаживать 1) (заботиться) περιποιούμαι, φροντίζω 2) (за женщиной) κορτάρω, φλερτάρω* * *1) ( заботиться) περιποιούμαι, φροντίζω2) ( за женщиной) κορτάρω, φλερτάρω -
10 ходить
ходить 1) βαδίζω, πηγαίνω; \ходить в театр πηγαίνω στο θέατρο; \ходить пешком πηγαίνω πεζός (или με τα πόδια); \ходить на лыжах κάνω σκι; \ходить в школу πηγαίνω στο σχολείο; поезда ходят каждые два часа τα τρένα περνούν (или αναχωρούν) κάθε δυο ώρες· часы ходят верно το ρολόι πηγαίνει καλά 2) (в игре ) παίζω 3) (заботиться о ком-л.) φροντίζω; \ходить за больным περιποιούμαι τον άρρωστο* * *1) βαδίζω, πηγαίνωходи́ть в теа́тр — πηγαίνω στο θέατρο
ходи́ть пешко́м — πηγαίνω πεζός ( или με τα πόδια)
ходи́ть на лы́жах — κάνω σκι
ходи́ть в шко́лу — πηγαίνω στο σχολείο
поезда́ хо́дят ка́ждые два часа́ — τα τρένα περνούν ( или αναχωρούν) κάθε δυο ώρες
часы́ хо́дят ве́рно — το ρολόι πηγαίνει καλά
2) ( в игре) παίζω3) (заботиться о ком-л.) φροντίζωходи́ть за больны́м — περιποιούμαι τον άρρωστο
-
11 пронянчить
ρ.σ. περιποιούμαι, μεριμνώ (για ένα χρον. διάστημα).περιποιούμαι φροντίζω (για ένα χρον. διάστημα). -
12 ухаживать
1. (обслуживать) εξυπηρετώ 2. (заботиться, оказывать помощь) προσέχωπεριποιούμαι, φροντίζω, κοιτάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ухаживать
-
13 ходить
1. (быть в состоянии двигаться) πηγαίνω, πάω, περπατώ, βαδίζω 2. (ухаживать, заботиться ο ком-л.) περιποιούμαι, επιμελούμαι, φροντίζω, κοιτάζω 3. (посещать) πηγαίνω, επισκέπτομαι 4. (ο поездах, морских судах и т.п.) πηγαίνω, πάω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ходить
-
14 внимание
внимани||ес1. ἡ προσοχή:достойный \вниманиея ἀξιοπρόσεκτος, ἀξιοσημείωτος· обращать \внимание δίνω προσοχή, στρέφω τήν προσοχή μου· ре обращайте \вниманиея (на э́то) μή δίνετε σημασία· привлекать чье-л. \вниманиее τραβάω (или ἐπισύρω) τήν προσοχή· принимать во \внимание παίρνω ὑπ' ὀψη· оставлять без \вниманиея что-л. δέν δίνω προσοχή, δέν δίνω σημασία· \внимание1 προσοχή!·2. (предупредительность) ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα, ἡ περιποίηση:оказывать кому́-л. \вниманиее φροντίζω (или μεριμνώ) γιά κάποιον окружать кого-л. \вниманиеемπεριβάλλω κάποιον μέ φροντίδα, περιποιούμαι. -
15 выхаживать
выхаживатьнесов1. (больного) νοσηλεύω, περιποιοδμαι, γιατρεύω·2. (выращивать) περιποιούμαι, διατρέφω, ἀνατρέφω, τρέφω, μεγαλώνω/ φυτοκομῶ (растения). -
16 заботиться
забот||иться1. (о чем-л.) ἀνησυχώ, σκοτίζομαι·2. (окружать заботами кого-л.) φροντίζω, μεριμνώ, περιποιούμαι·. -
17 носить
носитьнесов в разн. знач. φορώ, φέρω:\носить платье φορώ φουστάνι· \носить усы ἀφήνω μουστάκι· \носить очки́ φορώ γυαλιά· \носить траур φορώ πένθος· \носить вещи κουβαλώ πράγματα· \носить на руках парен. περιποιούμαι, ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· ◊ это носило характер... αὐτό είχε τή μορφή...· спор носил бу́рный характер ἡ συζήτηση ήταν θυελλώδης· \носить свою девичью фамилию κρατάω τό οἰκογενειακό μου ἐπίθετο. -
18 нянчить
нянчитьнесов περιποιούμαι, φροντίζω. -
19 обласкать
обласкатьсов περιποιούμαι, χαϊδεύω, δείχνω στοργή. -
20 обслуживаниеить
обслуживание||и́тьсов1. ἐξυπηρετώ, περιποιούμαι:\обслуживаниеитьнвать покупателей ἐξυπηρετώ τους πελάτες·2. (станки и т. п.) δουλεύω, χειρίζομαι, διευθύνω:\обслуживаниеитьивать много станков δουλεύω σέ πολλές μηχανές.
См. также в других словарях:
περιποιούμαι — περιποιούμαι, περιποιήθηκα, περιποιημένος βλ. πίν. 75 Σημειώσεις: περιποιούμαι : η μτχ. περιποιημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που η εμφάνιση του κτλ. δείχνει ιδιαίτερη φροντίδα, περιποίηση). Η ενεργητική φωνή περιποιώ έχει επιβιώσει… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιποιούμαι — περιποιοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ και περιποιέμαι Ν βλ. περιποιώ … Dictionary of Greek
περιποιούμαι — περιποιήθηκα, περιποιημένος 1. φροντίζω, δείχνω προθυμία, διευκολύνω: Μας περιποιήθηκαν και φύγαμε ενθουσιασμένοι. 2. καλλιεργώ, τακτοποιώ: Περιποιούμαι το περιβόλι, το κτήμα. 3. δείχνομαι πρόθυμος σε κάποιον, του κάνω φιλοφρονήσεις: Πολύ σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιποιοῦμαι — περιποιέω cause to remain over and above pres ind mp 1st sg (attic epic doric) περιποιέω cause to remain over and above pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακριβοκοιτάζω — περιποιούμαι, φροντίζω πολύ για κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + κοιτάζω] … Dictionary of Greek
θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… … Dictionary of Greek
ιπποκομώ — ἱπποκομῶ, έω (Α) [ιπποκόμος] 1. τρέφω, περιποιούμαι ίππους 2. περιποιούμαι κάποιον ως ιπποκόμος («ἱπποκομῶ τὸν κάνθαρον» περιποιούμαι το σκαθάρι ως ιπποκόμος, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek
κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι … Dictionary of Greek
εστιώ — (ΑΜ ἑστιῶ, άω, Α και ιων. και δωρ. ἱστιάω) [εστία] παραθέτω γεύμα, προσκαλώ σε εστίαση, κάνω το τραπέζι, φιλεύω, περιποιούμαι, φιλοξενώ μσν. αρχ. μέσ. ἑστιῶμαι τρώω αρχ. 1. (στην Αθήνα) παρέχω δημόσιο συμπόσιο ή γεύμα στους συμφυλέτες μου 2. (για … Dictionary of Greek
ευτρεπίζω — (ΑΜ εὐτρεπίζω) [ευτρεπής] 1. παρασκευάζω, ετοιμάζω, τακτοποιώ, συγυρίζω 2. παθ. ευτρεπίζομαι είμαι έτοιμος, παρασκευάζομαι νεοελλ. 1. μέσ. ευτρεπίζομαι καλλωπίζομαι 2. φρ. α) ναυτ. «ευτρεπίζω την άγκυρα» απαλλάσσω την άγκυρα από τις περιπλοκές… … Dictionary of Greek